- κήδευμα
- κήδευμα, -εύματος, τὸ (Α) [κηδεύω]1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τόν δ' ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.)2. (ποιητ.) κηδεστής* («ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.